Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκόφλοιος
λευκοφόντης
λευκοφορέω
λευκοφορινόχροος
λευκοφόρος
Λευκοφρυηνά
Λευκοφρυηνή
λεύκοφρυς
λευκοφυής
λευκόφυλλος
λευκοχίτωνος
λευκόχλωρος
λευκόχριστος
λευκόχροια
λευκόχροος
λευκόχρυσος
λευκοχρώματος
λευκόχρωμος
λευκόχρως
λευκόψαρος
λευκόω
View word page
λευκοχίτωνος
λευκο-χίτωνος [ῐ],,
A). white-coated, ἥπατα Batr. 37 .


ShortDef

white-coated

Debugging

Headword:
λευκοχίτωνος
Headword (normalized):
λευκοχίτωνος
Headword (normalized/stripped):
λευκοχιτωνος
IDX:
62759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62760
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκο-χίτωνος</span> [<span class="foreign greek">ῐ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">white-coated</span>, <span class="quote greek">ἥπατα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1220.tlg001:37" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1220.tlg001:37/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Batr.</span> 37 </a> .</div> </div><br><br>'}