Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκόφαιος
λευκόφθαλμος
λευκοφλεγματέω
λευκοφλεγματία
λευκοφλεγματίας
λευκοφλέγματος
λευκοφλεγματώδης
λευκόφλοιος
λευκοφόντης
λευκοφορέω
λευκοφορινόχροος
λευκοφόρος
Λευκοφρυηνά
Λευκοφρυηνή
λεύκοφρυς
λευκοφυής
λευκόφυλλος
λευκοχίτωνος
λευκόχλωρος
λευκόχριστος
λευκόχροια
View word page
λευκοφορινόχροος
λευκο-φορῑνόχροος, ον,
A). white-skin-coloured, Philox. 2.31 .


ShortDef

white-skin-coloured

Debugging

Headword:
λευκοφορινόχροος
Headword (normalized):
λευκοφορινόχροος
Headword (normalized/stripped):
λευκοφορινοχροος
IDX:
62752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62753
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκο-φορῑνόχροος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">white-skin-coloured</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1601.tlg001:2:31" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1601.tlg001:2.31/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philox.</span> 2.31 </a>.</div> </div><br><br>'}