Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκοφαής
λευκόφαιος
λευκόφθαλμος
λευκοφλεγματέω
λευκοφλεγματία
λευκοφλεγματίας
λευκοφλέγματος
λευκοφλεγματώδης
λευκόφλοιος
λευκοφόντης
λευκοφορέω
λευκοφορινόχροος
λευκοφόρος
Λευκοφρυηνά
Λευκοφρυηνή
λεύκοφρυς
λευκοφυής
λευκόφυλλος
λευκοχίτωνος
λευκόχλωρος
λευκόχριστος
View word page
λευκοφορέω
λευκο-φορέω,
A). wear white garments, of ἔφηβοι, IG 3.1132 (ii A.D.).


ShortDef

wear white garments

Debugging

Headword:
λευκοφορέω
Headword (normalized):
λευκοφορέω
Headword (normalized/stripped):
λευκοφορεω
IDX:
62751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62752
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκο-φορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wear white garments</span>, of <span class="foreign greek">ἔφηβοι</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 3.1132 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}