Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκοϋφής
λευκοφαής
λευκόφαιος
λευκόφθαλμος
λευκοφλεγματέω
λευκοφλεγματία
λευκοφλεγματίας
λευκοφλέγματος
λευκοφλεγματώδης
λευκόφλοιος
λευκοφόντης
λευκοφορέω
λευκοφορινόχροος
λευκοφόρος
Λευκοφρυηνά
Λευκοφρυηνή
λεύκοφρυς
λευκοφυής
λευκόφυλλος
λευκοχίτωνος
λευκόχλωρος
View word page
λευκοφόντης
λευκο-φόντης,
A). gloss on Ἀργειφόντης , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λευκοφόντης
Headword (normalized):
λευκοφόντης
Headword (normalized/stripped):
λευκοφοντης
IDX:
62750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62751
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκο-φόντης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">Ἀργειφόντης</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}