Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκουργός
λεύκουρος
λευκοϋφής
λευκοφαής
λευκόφαιος
λευκόφθαλμος
λευκοφλεγματέω
λευκοφλεγματία
λευκοφλεγματίας
λευκοφλέγματος
λευκοφλεγματώδης
λευκόφλοιος
λευκοφόντης
λευκοφορέω
λευκοφορινόχροος
λευκοφόρος
Λευκοφρυηνά
Λευκοφρυηνή
λεύκοφρυς
λευκοφυής
λευκόφυλλος
View word page
λευκοφλεγματώδης
λευκοφλεγμᾰτ-ώδης, ες,
A). affected with dropsy, ib. 10 .


ShortDef

affected with dropsy

Debugging

Headword:
λευκοφλεγματώδης
Headword (normalized):
λευκοφλεγματώδης
Headword (normalized/stripped):
λευκοφλεγματωδης
IDX:
62748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62749
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκοφλεγμᾰτ-ώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">affected with dropsy</span>, ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg006.perseus-grc1:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg006.perseus-grc1:10/canonical-url/"> 10 </a>.</div> </div><br><br>'}