Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκόστολος
λευκόσφυρος
λευκοσώματος
λευκότης
λευκοτράχηλος
λευκότριχα
λευκοτριχέω
λευκότροφος
λευκουργέω
λευκουργός
λεύκουρος
λευκοϋφής
λευκοφαής
λευκόφαιος
λευκόφθαλμος
λευκοφλεγματέω
λευκοφλεγματία
λευκοφλεγματίας
λευκοφλέγματος
λευκοφλεγματώδης
λευκόφλοιος
View word page
λεύκουρος
λεύκουρος, ον,
A). white-tailed, Hsch. s.v. μάλουρος .


ShortDef

white-tailed

Debugging

Headword:
λεύκουρος
Headword (normalized):
λεύκουρος
Headword (normalized/stripped):
λευκουρος
IDX:
62739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62740
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεύκουρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">white-tailed</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">μάλουρος</span> .</div> </div><br><br>'}