Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόστολος
λευκόσφυρος
λευκοσώματος
λευκότης
λευκοτράχηλος
λευκότριχα
λευκοτριχέω
λευκότροφος
λευκουργέω
λευκουργός
λεύκουρος
λευκοϋφής
λευκοφαής
λευκόφαιος
λευκόφθαλμος
λευκοφλεγματέω
View word page
λευκότριχα
λευκό-τρῐχα, λευκο-τρίχων,
A). v. λευκόθριξ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λευκότριχα
Headword (normalized):
λευκότριχα
Headword (normalized/stripped):
λευκοτριχα
IDX:
62734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62735
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκό-τρῐχα</span>, <span class="orth greek">λευκο-τρίχων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λευκόθριξ</span> .</div> </div><br><br>'}