Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκός
λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόστολος
λευκόσφυρος
λευκοσώματος
λευκότης
λευκοτράχηλος
λευκότριχα
λευκοτριχέω
λευκότροφος
λευκουργέω
λευκουργός
λεύκουρος
λευκοϋφής
λευκοφαής
λευκόφαιος
λευκόφθαλμος
View word page
λευκοτράχηλος
λευκο-τράχηλος [ᾰ],,
A). white-necked, Anatolius in Cat.Cod.Astr. 8(3).188 .


ShortDef

white-necked

Debugging

Headword:
λευκοτράχηλος
Headword (normalized):
λευκοτράχηλος
Headword (normalized/stripped):
λευκοτραχηλος
IDX:
62733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62734
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκο-τράχηλος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">white-necked</span>, Anatolius in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 8(3).188 </span>.</div> </div><br><br>'}