Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκόπυρρος
λευκόπωλος
λευκορόδιος
λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόστολος
λευκόσφυρος
λευκοσώματος
λευκότης
λευκοτράχηλος
λευκότριχα
λευκοτριχέω
λευκότροφος
View word page
λευκόστερνος
λευκό-στερνος, ον,
A). white-chested, ὄνος BGU 982.9 (ii A.D.).


ShortDef

white-chested

Debugging

Headword:
λευκόστερνος
Headword (normalized):
λευκόστερνος
Headword (normalized/stripped):
λευκοστερνος
IDX:
62726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62727
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκό-στερνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">white-chested</span>, <span class="orth greek">ὄνος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 982.9 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}