Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκόπυρος
λευκόπυρρος
λευκόπωλος
λευκορόδιος
λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόστολος
λευκόσφυρος
λευκοσώματος
λευκότης
λευκοτράχηλος
λευκότριχα
λευκοτριχέω
View word page
λευκόσπανος
λευκό-σπᾱνος, ον,
A). pale-grey, of a coloured garment, PHamb. 10.20 (ii A.D.).


ShortDef

pale-grey

Debugging

Headword:
λευκόσπανος
Headword (normalized):
λευκόσπανος
Headword (normalized/stripped):
λευκοσπανος
IDX:
62725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62726
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκό-σπᾱνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pale-grey</span>, of a coloured garment, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PHamb.</span> 10.20 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}