Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λευκόπους
λευκόπρωκτος
λευκόπτερος
λευκοπτέρυξ
λευκόπυγος
λευκόπυρος
λευκόπυρρος
λευκόπωλος
λευκορόδιος
λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόστολος
λευκόσφυρος
View word page
λευκόρυγχος
λευκό-ρυγχος
,
ον
,
A).
white-nosed
, of a horse,
Hippiatr.
104
.
ShortDef
white-nosed
Debugging
Headword:
λευκόρυγχος
Headword (normalized):
λευκόρυγχος
Headword (normalized/stripped):
λευκορυγχος
IDX:
62720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62721
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκό-ρυγχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">white-nosed</span>, of a horse, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 104 </span>.</div> </div><br><br>'}