Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκοποιός
λευκόπους
λευκόπρωκτος
λευκόπτερος
λευκοπτέρυξ
λευκόπυγος
λευκόπυρος
λευκόπυρρος
λευκόπωλος
λευκορόδιος
λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόστολος
View word page
λευκόροδον
λευκό-ροδον, τό,
A). the white rose, Gloss.


ShortDef

the white rose

Debugging

Headword:
λευκόροδον
Headword (normalized):
λευκόροδον
Headword (normalized/stripped):
λευκοροδον
IDX:
62719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62720
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκό-ροδον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">the white rose,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}