Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λευκοποίκιλος
λευκοποιός
λευκόπους
λευκόπρωκτος
λευκόπτερος
λευκοπτέρυξ
λευκόπυγος
λευκόπυρος
λευκόπυρρος
λευκόπωλος
λευκορόδιος
λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
λευκοστεφής
λευκόστικτος
View word page
λευκορόδιος
λευκο-ρόδιος
,
ον
,
A).
rose-pink,
Sammelb.
7033.37
(v A.D.).
ShortDef
rose-pink
Debugging
Headword:
λευκορόδιος
Headword (normalized):
λευκορόδιος
Headword (normalized/stripped):
λευκοροδιος
IDX:
62718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62719
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκο-ρόδιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rose-pink,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sammelb.</span> 7033.37 </span> (v A.D.).</div> </div><br><br>'}