Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκόπηχυς
λευκόπλευρος
λευκοπληθής
λευκοποδήρης
λευκοποίκιλος
λευκοποιός
λευκόπους
λευκόπρωκτος
λευκόπτερος
λευκοπτέρυξ
λευκόπυγος
λευκόπυρος
λευκόπυρρος
λευκόπωλος
λευκορόδιος
λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
λευκόσαρκος
View word page
λευκόπυγος
λευκό-πῡγος, ον,
A). = λευκόπρωκτος , Alex. 321 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λευκόπυγος
Headword (normalized):
λευκόπυγος
Headword (normalized/stripped):
λευκοπυγος
IDX:
62714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62715
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκό-πῡγος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λευκόπρωκτος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0402.tlg001:321" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0402.tlg001:321/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.</span> 321 </a>.</div> </div><br><br>'}