Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπλευρος
λευκοπληθής
λευκοποδήρης
λευκοποίκιλος
λευκοποιός
λευκόπους
λευκόπρωκτος
λευκόπτερος
λευκοπτέρυξ
λευκόπυγος
λευκόπυρος
λευκόπυρρος
λευκόπωλος
λευκορόδιος
λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
View word page
λευκοπτέρυξ
λευκο-πτέρυξ, ῠγος, , , = foreg., prob. l. in Ion Eleg. 10 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λευκοπτέρυξ
Headword (normalized):
λευκοπτέρυξ
Headword (normalized/stripped):
λευκοπτερυξ
IDX:
62713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62714
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκο-πτέρυξ</span>, <span class="itype greek">ῠγος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = foreg., prob. l. in Ion Eleg. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg011.perseus-grc1:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg011.perseus-grc1:10/canonical-url/"> 10 </a>.</div><br><br>'}