Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκομέτωπος
λευκομήλινος
λευκομυόχρους
λευκομφάλιος
λευκόν
λευκόνοτος
λευκοοινάριον
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκοπάρυφος
λευκοπέλιος
λευκόπεπλος
λευκοπέτηλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπλευρος
λευκοπληθής
λευκοποδήρης
λευκοποίκιλος
λευκοποιός
λευκόπους
View word page
λευκοπέλιος
λευκο-πέλιος, ον,
A). pale-grey, Erot. s.v. τὸ χρῶμα ἀφυῶδες .


ShortDef

pale-grey

Debugging

Headword:
λευκοπέλιος
Headword (normalized):
λευκοπέλιος
Headword (normalized/stripped):
λευκοπελιος
IDX:
62700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62701
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκο-πέλιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pale-grey</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Erot.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">τὸ χρῶμα ἀφυῶδες</span> .</div> </div><br><br>'}