Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκομαινίς
λευκόμαλλος
λευκομέλας
λευκομέτωπος
λευκομήλινος
λευκομυόχρους
λευκομφάλιος
λευκόν
λευκόνοτος
λευκοοινάριον
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκοπάρυφος
λευκοπέλιος
λευκόπεπλος
λευκοπέτηλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπλευρος
λευκοπληθής
λευκοποδήρης
View word page
λευκοόπωρος
λευκο-όπωρος, ον,(ὀπώρα)
A). with white fruit, AP 9.563 ( Leon.).


ShortDef

with white fruit

Debugging

Headword:
λευκοόπωρος
Headword (normalized):
λευκοόπωρος
Headword (normalized/stripped):
λευκοοπωρος
IDX:
62697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62698
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκο-όπωρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">ὀπώρα</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with white fruit,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 9.563 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Leon.</span></span>).</div> </div><br><br>'}