Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκόλοφος
λευκομαινίς
λευκόμαλλος
λευκομέλας
λευκομέτωπος
λευκομήλινος
λευκομυόχρους
λευκομφάλιος
λευκόν
λευκόνοτος
λευκοοινάριον
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκοπάρυφος
λευκοπέλιος
λευκόπεπλος
λευκοπέτηλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπλευρος
λευκοπληθής
View word page
λευκοοινάριον
λευκο-οινάριον, τό, inscription of amphorae at Pompeii, CIL 4 Suppl. 6564 , al. (written λευκουν-).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λευκοοινάριον
Headword (normalized):
λευκοοινάριον
Headword (normalized/stripped):
λευκοοιναριον
IDX:
62696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62697
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκο-οινάριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, inscription of amphorae at Pompeii, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CIL</span> 4 </span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Suppl.</span> 6564 </span>, al. (written <span class="foreign greek">λευκουν-</span>).</div><br><br>'}