Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεύκοκρας
λευκοκύμων
λευκόλιθος
λευκόλινον
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκομαινίς
λευκόμαλλος
λευκομέλας
λευκομέτωπος
λευκομήλινος
λευκομυόχρους
λευκομφάλιος
λευκόν
λευκόνοτος
λευκοοινάριον
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκοπάρυφος
λευκοπέλιος
λευκόπεπλος
View word page
λευκομήλινος
λευκο-μήλινος, ον,
A). pale-yellow, ἔμπλαστρος Gal. 13.460 .


ShortDef

pale-yellow

Debugging

Headword:
λευκομήλινος
Headword (normalized):
λευκομήλινος
Headword (normalized/stripped):
λευκομηλινος
IDX:
62691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62692
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκο-μήλινος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pale-yellow</span>, <span class="quote greek">ἔμπλαστρος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.460 </span> .</div> </div><br><br>'}