Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκόκνημος
λευκόκομος
λευκοκράμβη
λεύκοκρας
λευκοκύμων
λευκόλιθος
λευκόλινον
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκομαινίς
λευκόμαλλος
λευκομέλας
λευκομέτωπος
λευκομήλινος
λευκομυόχρους
λευκομφάλιος
λευκόν
λευκόνοτος
λευκοοινάριον
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
View word page
λευκόμαλλος
λευκό-μαλλος, ον,
A). with white wool, Eust. 403.44 .


ShortDef

with white wool

Debugging

Headword:
λευκόμαλλος
Headword (normalized):
λευκόμαλλος
Headword (normalized/stripped):
λευκομαλλος
IDX:
62688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62689
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκό-μαλλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with white wool</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:403:44" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:403.44/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 403.44 </a>.</div> </div><br><br>'}