Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λευκόϊον
λευκόκαρπος
λευκόκαυλος
λευκοκέρατες
λευκόκερκος
λευκοκέφαλος
λευκόκηρος
λευκόκνημος
λευκόκομος
λευκοκράμβη
λεύκοκρας
λευκοκύμων
λευκόλιθος
λευκόλινον
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκομαινίς
λευκόμαλλος
λευκομέλας
λευκομέτωπος
λευκομήλινος
View word page
λεύκοκρας
λεύκο-κρας·
λευκοκέφαλος
,
Hsch.
: pl.-
κρατες
(
-κέρατες
cod.)
· ἢ διὰ τὸ τοὺς ἐν Εὐβοίᾳ βοῦς λευκοὺς εἶναι, ἢ ἴσως ἀντὶ τοῦ λαμπρούς
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λεύκοκρας
Headword (normalized):
λεύκοκρας
Headword (normalized/stripped):
λευκοκρας
IDX:
62681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62682
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεύκο-κρας·</span> <span class="foreign greek">λευκοκέφαλος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: pl.-<span class="foreign greek">κρατες </span>(<span class="foreign greek">-κέρατες</span> cod.)<span class="foreign greek">· ἢ διὰ τὸ τοὺς ἐν Εὐβοίᾳ βοῦς λευκοὺς εἶναι, ἢ ἴσως ἀντὶ τοῦ λαμπρούς</span>, Id.</div><br><br>'}