Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκοθώραξ
λευκο<ί>κιον
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκόκαρπος
λευκόκαυλος
λευκοκέρατες
λευκόκερκος
λευκοκέφαλος
λευκόκηρος
λευκόκνημος
λευκόκομος
λευκοκράμβη
λεύκοκρας
λευκοκύμων
λευκόλιθος
λευκόλινον
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκομαινίς
λευκόμαλλος
View word page
λευκόκνημος
λευκό-κνημος, ον,
A). white-legged, Anatoliusin Cat.Cod.Astr. 8(3).188.13 .


ShortDef

white-legged

Debugging

Headword:
λευκόκνημος
Headword (normalized):
λευκόκνημος
Headword (normalized/stripped):
λευκοκνημος
IDX:
62678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62679
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκό-κνημος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">white-legged</span>, Anatoliusin <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 8(3).188.13 </span>.</div> </div><br><br>'}