Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεύκοθριξ
λευκοθώραξ
λευκο<ί>κιον
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκόκαρπος
λευκόκαυλος
λευκοκέρατες
λευκόκερκος
λευκοκέφαλος
λευκόκηρος
λευκόκνημος
λευκόκομος
λευκοκράμβη
λεύκοκρας
λευκοκύμων
λευκόλιθος
λευκόλινον
λευκολόφας
λευκόλοφος
λευκομαινίς
View word page
λευκόκηρος
λευκό-κηρος, ον,
A). made of white wax, Id. s.v. Δατύς .


ShortDef

made of white wax

Debugging

Headword:
λευκόκηρος
Headword (normalized):
λευκόκηρος
Headword (normalized/stripped):
λευκοκηρος
IDX:
62677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62678
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκό-κηρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">made of white wax</span>, Id. s.v. <span class="ref greek">Δατύς</span> .</div> </div><br><br>'}