Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Λευκοθέα
Λευκόθιον
λευκοθρᾳκία
λεύκοθριξ
λευκοθώραξ
λευκο<ί>κιον
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκόκαρπος
λευκόκαυλος
λευκοκέρατες
λευκόκερκος
λευκοκέφαλος
λευκόκηρος
λευκόκνημος
λευκόκομος
λευκοκράμβη
λεύκοκρας
λευκοκύμων
λευκόλιθος
λευκόλινον
View word page
λευκοκέρατες
λευκο-κέρᾱτες,
A). v. λευκόκρας .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λευκοκέρατες
Headword (normalized):
λευκοκέρατες
Headword (normalized/stripped):
λευκοκερατες
IDX:
62674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62675
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκο-κέρᾱτες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λευκόκρας</span> .</div> </div><br><br>'}