Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λευκοβραχίων
λευκόγειος
λευκογραφέω
λευκογραφία
λευκογραφίς
λεύκογρυψ
λευκοδέρματος
λευκοδίφθερος
λευκοείμων
λευκοέρυθρος
λευκόζωτος
Λευκοθέα
Λευκόθιον
λευκοθρᾳκία
λεύκοθριξ
λευκοθώραξ
λευκο<ί>κιον
λευκόϊνος
λευκόϊον
λευκόκαρπος
λευκόκαυλος
View word page
λευκόζωτος
λευκό-ζωτος·
τῆς γῆς ἡ μὲν καλεῖται λ., ἡ δὲ μελάνζωτος
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λευκόζωτος
Headword (normalized):
λευκόζωτος
Headword (normalized/stripped):
λευκοζωτος
IDX:
62663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62664
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκό-ζωτος·</span> <span class="foreign greek">τῆς γῆς ἡ μὲν καλεῖται λ., ἡ δὲ μελάνζωτος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}