Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκίσκος
λευκίτης
λευκοβαφής
λευκοβραχίων
λευκόγειος
λευκογραφέω
λευκογραφία
λευκογραφίς
λεύκογρυψ
λευκοδέρματος
λευκοδίφθερος
λευκοείμων
λευκοέρυθρος
λευκόζωτος
Λευκοθέα
Λευκόθιον
λευκοθρᾳκία
λεύκοθριξ
λευκοθώραξ
λευκο<ί>κιον
λευκόϊνος
View word page
λευκοδίφθερος
λευκο-δίφθερος, ον,
A). with a white skin, Id.


ShortDef

with a white skin

Debugging

Headword:
λευκοδίφθερος
Headword (normalized):
λευκοδίφθερος
Headword (normalized/stripped):
λευκοδιφθερος
IDX:
62660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62661
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκο-δίφθερος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with a white skin</span>, Id.</div> </div><br><br>'}