Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεύκιππος
λευκίσκος
λευκίτης
λευκοβαφής
λευκοβραχίων
λευκόγειος
λευκογραφέω
λευκογραφία
λευκογραφίς
λεύκογρυψ
λευκοδέρματος
λευκοδίφθερος
λευκοείμων
λευκοέρυθρος
λευκόζωτος
Λευκοθέα
Λευκόθιον
λευκοθρᾳκία
λεύκοθριξ
λευκοθώραξ
λευκο<ί>κιον
View word page
λευκοδέρματος
λευκο-δέρμᾰτος, ον, gloss on sq., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λευκοδέρματος
Headword (normalized):
λευκοδέρματος
Headword (normalized/stripped):
λευκοδερματος
IDX:
62659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62660
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκο-δέρμᾰτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, gloss on sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}