Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκίσκος
λευκίτης
λευκοβαφής
λευκοβραχίων
λευκόγειος
λευκογραφέω
λευκογραφία
λευκογραφίς
λεύκογρυψ
λευκοδέρματος
λευκοδίφθερος
λευκοείμων
λευκοέρυθρος
λευκόζωτος
Λευκοθέα
Λευκόθιον
λευκοθρᾳκία
λεύκοθριξ
λευκοθώραξ
View word page
λεύκογρυψ
λεύκο-γρυψ,
A). ossifragus, Gloss.


ShortDef

ossifragus

Debugging

Headword:
λεύκογρυψ
Headword (normalized):
λεύκογρυψ
Headword (normalized/stripped):
λευκογρυψ
IDX:
62658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62659
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεύκο-γρυψ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ossifragus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}