Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκαυγής
λευκαχάτης
λευκέα
λευκελεφάντινα
λευκερινεός
λευκέρυθρος
λευκερῳδιός
λεύκη
λευκηναί
λευκηπατίας
λευκήπειρος
λευκήρετμος
λευκήρης
Λευκιανή
λεύκινος
Λευκιππίδες
λεύκιππος
λευκίσκος
λευκίτης
λευκοβαφής
λευκοβραχίων
View word page
λευκήπειρος
λευκ-ήπειρος, ον,
A). with white soil,[πέτραι] Gp. 2.6.39 .


ShortDef

with white soil

Debugging

Headword:
λευκήπειρος
Headword (normalized):
λευκήπειρος
Headword (normalized/stripped):
λευκηπειρος
IDX:
62643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62644
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκ-ήπειρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with white soil</span>,[<span class="foreign greek">πέτραι</span>] <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 2.6.39 </span>.</div> </div><br><br>'}