Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκαντής
λευκαντικός
λευκάντυξ
λευκάργιλλος
λευκάς
λευκασία
λευκασμός
λεύκασπις
λευκαυγής
λευκαχάτης
λευκέα
λευκελεφάντινα
λευκερινεός
λευκέρυθρος
λευκερῳδιός
λεύκη
λευκηναί
λευκηπατίας
λευκήπειρος
λευκήρετμος
λευκήρης
View word page
λευκέα
λευκ-έα,
A). v. λευκαία .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λευκέα
Headword (normalized):
λευκέα
Headword (normalized/stripped):
λευκεα
IDX:
62635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62636
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκ-έα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λευκαία</span> .</div> </div><br><br>'}