Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λευκαθίζω
λευκαία
λευκαίνω
λευκάκανθα
λευκάλφιτος
λευκάμπυξ
λευκάνθεμον
λευκανθής
λευκανθίζω
λευκανίη
λευκανίων
λεύκανσις
λευκαντέον
λευκαντής
λευκαντικός
λευκάντυξ
λευκάργιλλος
λευκάς
λευκασία
λευκασμός
λεύκασπις
View word page
λευκανίων
λευκ-ανίων
(?), dub. sens. in
PSI
8.944.5
(iv A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λευκανίων
Headword (normalized):
λευκανίων
Headword (normalized/stripped):
λευκανιων
IDX:
62622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62623
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκ-ανίων</span> (?), dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 8.944.5 </span> (iv A.D.).</div><br><br>'}