Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λευκαθέω
λευκαθεών
λευκαθίζω
λευκαία
λευκαίνω
λευκάκανθα
λευκάλφιτος
λευκάμπυξ
λευκάνθεμον
λευκανθής
λευκανθίζω
λευκανίη
λευκανίων
λεύκανσις
λευκαντέον
λευκαντής
λευκαντικός
λευκάντυξ
λευκάργιλλος
λευκάς
λευκασία
View word page
λευκανθίζω
λευκ-ανθίζω,
A). v. λευκαθίζω .


ShortDef

to have white blossoms

Debugging

Headword:
λευκανθίζω
Headword (normalized):
λευκανθίζω
Headword (normalized/stripped):
λευκανθιζω
IDX:
62620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62621
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λευκ-ανθίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λευκαθίζω</span> .</div> </div><br><br>'}