Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεσχηνεία
λεσχηνευτής
λεσχηνεύω
λεσχηνίτης
λεσχηνόριος
λεσχηνώτης
λεσχηρεῖ
λεσχολογία
λεσχώδης
λεσῶνις
λετμὸς
λευγαία
λευγαλέος
λεύγη
Λευίτης
Λευκαθέα
λευκαθέω
λευκαθεών
λευκαθίζω
λευκαία
λευκαίνω
View word page
λετμὸς
λετμὸς ἀναδρήσσει· τὸ σῶμα <Ἀ>μερίας φησί, Hsch. λετωνῆσαι· ἀφειδῶς παῖσαι κατὰ τῶν ἰσχίων, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λετμὸς
Headword (normalized):
λετμὸς
Headword (normalized/stripped):
λετμος
IDX:
62604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62605
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λετμὸς</span> <span class="foreign greek">ἀναδρήσσει· τὸ σῶμα &lt;Ἀ&gt;μερίας φησί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">λετωνῆσαι·</span> <span class="foreign greek">ἀφειδῶς παῖσαι κατὰ τῶν ἰσχίων</span>, Id.</div><br><br>'}