Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Λεσχανόριος
λεσχάραι
λέσχη
λέσχημα
λεσχημονεύομαι
λεσχήν
λεσχηνεῖ
λεσχηνεία
λεσχηνευτής
λεσχηνεύω
λεσχηνίτης
λεσχηνόριος
λεσχηνώτης
λεσχηρεῖ
λεσχολογία
λεσχώδης
λεσῶνις
λετμὸς
λευγαία
λευγαλέος
λεύγη
View word page
λεσχηνίτης
λεσχην-ίτης
[
ῑ],
A).
=
λεσχηνευτής
,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λεσχηνίτης
Headword (normalized):
λεσχηνίτης
Headword (normalized/stripped):
λεσχηνιτης
IDX:
62597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62598
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεσχην-ίτης</span> [<span class="foreign greek">ῑ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λεσχηνευτής</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}