Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Λεσβάρχης
Λεσβιάζω
Λεσβίζω
Λεσβίς
Λέσβος
λέσπιν
λεσχάζω
λεσχαίνω
λεσχαῖος
Λεσχανάσιος
Λεσχανόριος
λεσχάραι
λέσχη
λέσχημα
λεσχημονεύομαι
λεσχήν
λεσχηνεῖ
λεσχηνεία
λεσχηνευτής
λεσχηνεύω
λεσχηνίτης
View word page
Λεσχανόριος
Λεσχανόριος,
A). v. Λεσχηνόριος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Λεσχανόριος
Headword (normalized):
λεσχανόριος
Headword (normalized/stripped):
λεσχανοριος
IDX:
62587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62588
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Λεσχανόριος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Λεσχηνόριος</span> .</div> </div><br><br>'}