Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Λέρνα
λέρος
Λεσβάρχης
Λεσβιάζω
Λεσβίζω
Λεσβίς
Λέσβος
λέσπιν
λεσχάζω
λεσχαίνω
λεσχαῖος
Λεσχανάσιος
Λεσχανόριος
λεσχάραι
λέσχη
λέσχημα
λεσχημονεύομαι
λεσχήν
λεσχηνεῖ
λεσχηνεία
λεσχηνευτής
View word page
λεσχαῖος
λεσχ-αῖος·
ἐξηγητής, ὁμιλητής
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λεσχαῖος
Headword (normalized):
λεσχαῖος
Headword (normalized/stripped):
λεσχαιος
IDX:
62585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62586
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεσχ-αῖος·</span> <span class="foreign greek">ἐξηγητής, ὁμιλητής</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}