Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
λεπύχανον
λέπω
λεπώδης
Λέρνα
λέρος
Λεσβάρχης
Λεσβιάζω
Λεσβίζω
Λεσβίς
Λέσβος
λέσπιν
λεσχάζω
λεσχαίνω
λεσχαῖος
Λεσχανάσιος
Λεσχανόριος
λεσχάραι
λέσχη
λέσχημα
λεσχημονεύομαι
λεσχήν
View word page
λέσπιν
λέσπιν·
μεγάλην. ὑδρηλήν. Δίδυμος τὴν καταδυομένην εἰς πέλαγος πέτραν. οἱ δὲ τὴν νοτεράν. ἄλλοι δὲ σπίδα βαθεῖαν. οἱ δὲ λόχμην
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λέσπιν
Headword (normalized):
λέσπιν
Headword (normalized/stripped):
λεσπιν
IDX:
62582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62583
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λέσπιν·</span> <span class="foreign greek">μεγάλην. ὑδρηλήν. Δίδυμος τὴν καταδυομένην εἰς πέλαγος πέτραν. οἱ δὲ τὴν νοτεράν. ἄλλοι δὲ σπίδα βαθεῖαν. οἱ δὲ λόχμην</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}