Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπτόφωνος
λεπτοχειλής
λεπτόχρως
λεπτόχυλος
λεπτοψάμαθος
λεπτόψηφος
Λέπτυνις
λέπτυνσις
λεπτυντικός
λεπτύνω
λεπτυξίς
λεπτυσμος
λέπτω
λεπυρίζομαι
λεπύριον
λεπυριόω
λεπυριώδης
λέπυρον
λεπυρός
λεπυρώδης
λεπύχανον
View word page
λεπτυξίς
λεπτυξίς· ἀπὸ τοῦ λέπους, καὶ τῆς χωρίσεως, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λεπτυξίς
Headword (normalized):
λεπτυξίς
Headword (normalized/stripped):
λεπτυξις
IDX:
62562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62563
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτυξίς·</span> <span class="foreign greek">ἀπὸ τοῦ λέπους, καὶ τῆς χωρίσεως</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}