Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπτουργία
λεπτουργικά
λεπτουργός
λεπτοϋφής
λεπτοφαής
λεπτόφλοιος
λεπτοφυής
λεπτόφυλλος
λεπτόφωνος
λεπτοχειλής
λεπτόχρως
λεπτόχυλος
λεπτοψάμαθος
λεπτόψηφος
Λέπτυνις
λέπτυνσις
λεπτυντικός
λεπτύνω
λεπτυξίς
λεπτυσμος
λέπτω
View word page
λεπτόχρως
λεπτό-χρως, ωτος, , ,
A). with delicate skin, dub. cj. in E. Fr. 906 .


ShortDef

with delicate skin

Debugging

Headword:
λεπτόχρως
Headword (normalized):
λεπτόχρως
Headword (normalized/stripped):
λεπτοχρως
IDX:
62554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62555
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτό-χρως</span>, <span class="itype greek">ωτος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with delicate skin</span>, dub. cj. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 906 </span>.</div> </div><br><br>'}