Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπτουργής
λεπτουργία
λεπτουργικά
λεπτουργός
λεπτοϋφής
λεπτοφαής
λεπτόφλοιος
λεπτοφυής
λεπτόφυλλος
λεπτόφωνος
λεπτοχειλής
λεπτόχρως
λεπτόχυλος
λεπτοψάμαθος
λεπτόψηφος
Λέπτυνις
λέπτυνσις
λεπτυντικός
λεπτύνω
λεπτυξίς
λεπτυσμος
View word page
λεπτοχειλής
λεπτο-χειλής, ές,
A). thin-lipped, ib. 528a29 ; v.l. λεπτόχειλος,.


ShortDef

thin-lipped

Debugging

Headword:
λεπτοχειλής
Headword (normalized):
λεπτοχειλής
Headword (normalized/stripped):
λεπτοχειλης
IDX:
62553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62554
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτο-χειλής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">thin-lipped</span>, ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg014:528a:29" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg014:528a.29/canonical-url/"> 528a29 </a>; v.l. <span class="foreign greek">λεπτόχειλος,</span>.</div> </div><br><br>'}