Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπτόστομος
λεπτοσύνη
λεπτοσύνθετος
λεπτοσχιδής
λεπτόσωμος
λεπτοταρίχιον
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτοτράχηλος
λεπτότρητος
λεπτότριχος
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτουργία
λεπτουργικά
λεπτουργός
λεπτοϋφής
λεπτοφαής
λεπτόφλοιος
λεπτοφυής
λεπτόφυλλος
View word page
λεπτότριχος
λεπτό-τρῐχος, ον,
A). v. λεπτόθριξ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λεπτότριχος
Headword (normalized):
λεπτότριχος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοτριχος
IDX:
62541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62542
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτό-τρῐχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">λεπτόθριξ</span> .</div> </div><br><br>'}