Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπτόσπερμος
λεπτόστομος
λεπτοσύνη
λεπτοσύνθετος
λεπτοσχιδής
λεπτόσωμος
λεπτοταρίχιον
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτοτράχηλος
λεπτότρητος
λεπτότριχος
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτουργία
λεπτουργικά
λεπτουργός
λεπτοϋφής
λεπτοφαής
λεπτόφλοιος
λεπτοφυής
View word page
λεπτότρητος
λεπτό-τρητος, ον,(τιτράω)
A). with small holes, Dsc. 5.120 , Gal. 13.638 .


ShortDef

with small holes

Debugging

Headword:
λεπτότρητος
Headword (normalized):
λεπτότρητος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοτρητος
IDX:
62540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62541
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτό-τρητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">τιτράω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with small holes</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.120 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.638 </span>.</div> </div><br><br>'}