Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπτοσπάθητος
λεπτοσπάθιον
λεπτόσπερμος
λεπτόστομος
λεπτοσύνη
λεπτοσύνθετος
λεπτοσχιδής
λεπτόσωμος
λεπτοταρίχιον
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτοτράχηλος
λεπτότρητος
λεπτότριχος
λεπτουργέω
λεπτουργής
λεπτουργία
λεπτουργικά
λεπτουργός
λεπτοϋφής
λεπτοφαής
View word page
λεπτοτομέω
λεπτο-τομέω,
A). cut small, mince, Str. 15.2.14 .


ShortDef

to cut small, mince

Debugging

Headword:
λεπτοτομέω
Headword (normalized):
λεπτοτομέω
Headword (normalized/stripped):
λεπτοτομεω
IDX:
62538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62539
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτο-τομέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cut small, mince</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:15:2:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:15:2:14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Str.</span> 15.2.14 </a>.</div> </div><br><br>'}