Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπτόπυγος
λεπτόραμφος
λεπτόρριζος
λεπτόρρυτος
λεπτός
λεπτόσαρκος
λεπτοσίνιον
λεπτοσκελής
λεπτοσπάθητος
λεπτοσπάθιον
λεπτόσπερμος
λεπτόστομος
λεπτοσύνη
λεπτοσύνθετος
λεπτοσχιδής
λεπτόσωμος
λεπτοταρίχιον
λεπτότης
λεπτοτομέω
λεπτοτράχηλος
λεπτότρητος
View word page
λεπτόσπερμος
λεπτό-σπερμος, ον,
A). with small seeds, Dsc. 4.93 .


ShortDef

with small seeds

Debugging

Headword:
λεπτόσπερμος
Headword (normalized):
λεπτόσπερμος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοσπερμος
IDX:
62530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62531
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτό-σπερμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with small seeds</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.93 </span>.</div> </div><br><br>'}