Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπτόπους
λεπτόπρυμνος
λεπτόπυγος
λεπτόραμφος
λεπτόρριζος
λεπτόρρυτος
λεπτός
λεπτόσαρκος
λεπτοσίνιον
λεπτοσκελής
λεπτοσπάθητος
λεπτοσπάθιον
λεπτόσπερμος
λεπτόστομος
λεπτοσύνη
λεπτοσύνθετος
λεπτοσχιδής
λεπτόσωμος
λεπτοταρίχιον
λεπτότης
λεπτοτομέω
View word page
λεπτοσπάθητος
λεπτο-σπάθητος [ᾰ],,
A). fine-woven, χλανίδια Trag.Adesp. 7 .


ShortDef

fine-woven

Debugging

Headword:
λεπτοσπάθητος
Headword (normalized):
λεπτοσπάθητος
Headword (normalized/stripped):
λεπτοσπαθητος
IDX:
62528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62529
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτο-σπάθητος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fine-woven</span>, <span class="quote greek">χλανίδια</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Trag.Adesp.</span> 7 </span> .</div> </div><br><br>'}