Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπτοποίησις
λεπτοποιητέον
λεπτόπους
λεπτόπρυμνος
λεπτόπυγος
λεπτόραμφος
λεπτόρριζος
λεπτόρρυτος
λεπτός
λεπτόσαρκος
λεπτοσίνιον
λεπτοσκελής
λεπτοσπάθητος
λεπτοσπάθιον
λεπτόσπερμος
λεπτόστομος
λεπτοσύνη
λεπτοσύνθετος
λεπτοσχιδής
λεπτόσωμος
λεπτοταρίχιον
View word page
λεπτοσίνιον
λεπτο-σίνιον, τό, a kind of fruit(?), PPetr. 3p.154 (iii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λεπτοσίνιον
Headword (normalized):
λεπτοσίνιον
Headword (normalized/stripped):
λεπτοσινιον
IDX:
62526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62527
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτο-σίνιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, a kind of fruit(?), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PPetr.</span> 3p.154 </span> (iii B.C.).</div><br><br>'}