Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπτομερής
λεπτομεριμνία
λεπτομέριμνος
λεπτομήλη
λεπτόμητις
λεπτόμιτος
λεπτόνευρος
λεπτόπηνος
λεπτοποιέω
λεπτοποίησις
λεπτοποιητέον
λεπτόπους
λεπτόπρυμνος
λεπτόπυγος
λεπτόραμφος
λεπτόρριζος
λεπτόρρυτος
λεπτός
λεπτόσαρκος
λεπτοσίνιον
λεπτοσκελής
View word page
λεπτοποιητέον
λεπτοποι-ητέον,
A). one must make fine or small, Dsc. 5.88 .


ShortDef

one must make fine

Debugging

Headword:
λεπτοποιητέον
Headword (normalized):
λεπτοποιητέον
Headword (normalized/stripped):
λεπτοποιητεον
IDX:
62517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62518
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτοποι-ητέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must make fine</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">small</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.88 </span>.</div> </div><br><br>'}