Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπτομέρεια
λεπτομερής
λεπτομεριμνία
λεπτομέριμνος
λεπτομήλη
λεπτόμητις
λεπτόμιτος
λεπτόνευρος
λεπτόπηνος
λεπτοποιέω
λεπτοποίησις
λεπτοποιητέον
λεπτόπους
λεπτόπρυμνος
λεπτόπυγος
λεπτόραμφος
λεπτόρριζος
λεπτόρρυτος
λεπτός
λεπτόσαρκος
λεπτοσίνιον
View word page
λεπτοποίησις
λεπτοποί-ησις, εως, ,
A). making fine, Gal. 10.742 .


ShortDef

making fine

Debugging

Headword:
λεπτοποίησις
Headword (normalized):
λεπτοποίησις
Headword (normalized/stripped):
λεπτοποιησις
IDX:
62516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62517
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτοποί-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">making fine</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 10.742 </span>.</div> </div><br><br>'}