Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπτολογέω
λεπτολογία
λεπτόλογος
λεπτομέρεια
λεπτομερής
λεπτομεριμνία
λεπτομέριμνος
λεπτομήλη
λεπτόμητις
λεπτόμιτος
λεπτόνευρος
λεπτόπηνος
λεπτοποιέω
λεπτοποίησις
λεπτοποιητέον
λεπτόπους
λεπτόπρυμνος
λεπτόπυγος
λεπτόραμφος
λεπτόρριζος
λεπτόρρυτος
View word page
λεπτόνευρος
λεπτό-νευρος, ον,
A). with thin sinews, Adam. 2.2 ( Comp.).


ShortDef

with thin sinews

Debugging

Headword:
λεπτόνευρος
Headword (normalized):
λεπτόνευρος
Headword (normalized/stripped):
λεπτονευρος
IDX:
62513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62514
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτό-νευρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with thin sinews</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Adam.</span> 2.2 </span> ( Comp.).</div> </div><br><br>'}