Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

λεπτοκοπέω
λεπτοκτήτωρ
λεπτολάχανον
λεπτόλιθος
λεπτολογέω
λεπτολογία
λεπτόλογος
λεπτομέρεια
λεπτομερής
λεπτομεριμνία
λεπτομέριμνος
λεπτομήλη
λεπτόμητις
λεπτόμιτος
λεπτόνευρος
λεπτόπηνος
λεπτοποιέω
λεπτοποίησις
λεπτοποιητέον
λεπτόπους
λεπτόπρυμνος
View word page
λεπτομέριμνος
λεπτομέριμν-ος, ον,(μέριμνα)
A). meticulous, Cat.Cod.Astr. 8(2).124 , cf. Gloss.


ShortDef

meticulous

Debugging

Headword:
λεπτομέριμνος
Headword (normalized):
λεπτομέριμνος
Headword (normalized/stripped):
λεπτομεριμνος
IDX:
62509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-62510
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">λεπτομέριμν-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">μέριμνα</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">meticulous,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cat.Cod.Astr.</span> 8(2).124 </span>, cf. <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}